κατάβρεξη

κατάβρεξη
[-ις (-εως)] η см. κατάβρεγμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κατάβρεξη" в других словарях:

  • κατάβρεξη — η (Α κατάβρεξις) [καταβρέχω] το κατάβρεγμα …   Dictionary of Greek

  • καταβρέξῃ — καταβρέξηι , κατάβρεξις soaking fem dat sg (epic) καταβρέχω drench aor subj mid 2nd sg καταβρέχω drench aor subj act 3rd sg καταβρέχω drench fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • επικαταιόνησις — ἐπικαταιόνησις, ἡ (Α) νέα καταιόνησις*, επίσχυση νερού, κατάβρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταιόνησις «κατάβρεξη»] …   Dictionary of Greek

  • ανισόστιχος — (anisostichus). Επιστημονική ονομασία γένους δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των βιγνονειδών, με ακαθόριστο πλήθος ειδών. Είναι φυτά αναρριχητικά, ελικοφόρα, ταχυαυξή, αειθαλή, με ρίζες κονδυλώδεις και φύλλα αντίθετα, σύνθετα χωρίς παράφυλλα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»